- εἰκάζει
- εἰκάζωrepresent by an imagepres ind mp 2nd sgεἰκάζωrepresent by an imagepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μάντις δ’ ἄριστος ὅστις εἰκάζει καλῶς. — См. Верим охотно тому, чего желаем … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ευείκαστος — εὐείκαστος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίον εύκολα εικάζει κάποιος 2. ικανός να εικάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εικαστός (< εικάζω)] … Dictionary of Greek
верим охотно тому, чего желаем — Ср. Она верует (желает) за него замуж; ей за него веруется (желается). Ср. Не видав, девушке верится (счастье за мужем) потому что желает его (олонецк.). Ср. Даль. Толковый словарь. Ср. Ирине было легко уверовать (в слова Ветлищева), потому что в … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Верим охотно тому, чего желаем — Вѣримъ охотно тому, чего желаемъ. Ср. Она вѣруетъ (желаетъ) за него замужъ; ей за него вѣруется (желается). Ср. Не видавъ, дѣвушкѣ вѣрится (счастье за мужемъ) потому что желаетъ его (Олонецк.). Ср. Даль. Толковый Словарь. Ср. Иринѣ было легко… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
SOLYMA — I. SOLYMA singularis, et pluralis numeri, et Solymae, urbs clarissima Iudaeae, quae et Hierosolyma. Iuvenal. St. 6. v. 544. Interpres legum Solymarum. Item Solyma, urbs Lyciae mediterran. in colle, quae Solymus Straboni dicitur apud urbem… … Hofmann J. Lexicon universale
εικαστικός — ή, ό (AM εἰκαστικός, ή, όν) [εικαστός] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να απεικονίζει, παραστατικός 2. αυτός που έχει την ικανότητα να εικάζει 3. «εικαστικές τέχνες» αυτές που απεικονίζουν το ωραίο στον χώρο ζωγραφική, γλυπτική και αρχιτεκτονική … Dictionary of Greek
καταστοχαστής — καταστοχαστής, ὁ (Α) [καταστοχάζω] αυτός που εικάζει, που συμπεραίνει κάτι … Dictionary of Greek
καταστοχαστικός — καταστοχαστικός, ή, όν (Α) [καταστοχαστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καταστοχασμό*, αυτός που προκύπτει από εικασία 2. ο ικανός στο να εικάζει … Dictionary of Greek
στοχαστής — ο, ΝΜΑ [στοχάζομαι] νεοελλ. σκεπτόμενος άνθρωπος, αυτός που εξετάζει προσεκτικά τα μεγάλα θέματα τής ζωής και τής ιστορίας, διανοητής (μσν. αρχ.) 1. αυτός που εικάζει, που προβλέπει κάτι, οξυδερκής (α. «στοχαστὴς τῶν μελλόντων», Ιώσ. β. «τῶν… … Dictionary of Greek
στοχαστικός — ή, ό / στοχαστικός, ή, όν, ΝΑ [στοχαστής] νεοελλ. 1. αυτός που χαρακτηρίζεται από περίσκεψη και σωφροσύνη, συνετός («στοχαστικά λόγια») 2. (για πρόσ.) βαθιά σκεπτόμενος, προσεκτικός, αυτός που μιλάει και ενεργεί με περίσκεψη («στοχαστικός… … Dictionary of Greek